- ειρηνοδικειακός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ειρηνοδικείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ειρηνοδικειακός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον ειρηνοδίκη ή το ειρηνοδικείο: Ειρηνοδικειακή δικαιοδοσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)